- κολοσσός
- ο (AM κολοσσός, Α και κολοττός, ό, και κολοσσός, ή)ανδριάντας υπερφυσικού μεγέθους, γιγάντιο άγαλμα (α. «ο Κολοσσός τής Ρόδου» β. «τὸν κολοσσὸν τοῡ Ἡρακλέους μετακομίσας ἐκ Τάραντος ἔστησεν ἐν Καπιτωλίῳ», Πλούτ.)νεοελλ.1. υπερμεγέθης, πελώριος («αυτός ο άνθρωπος είναι κολοσσός»)2. αυτός που έχει μία ιδιότητα σε υπέρτατο βαθμό («είναι κολοσσός εντιμότητας»).[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Είναι μάλλον μεσογειακό δάνειοστη διατύπωση τής υπόθεσης αυτής συντελεί η εμφάνιση τού επιθήματος -σσός. Συνδέεται με τα τοπωνύμια Κολοσσαί, Κολοφών].
Dictionary of Greek. 2013.